δαντελάς

δαντελάς
ο (θηλ. δαντελού, η)
αυτός που πλέκει ή πουλά δαντέλες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαντελάς — ο θηλ. ού αυτός που πλέκει ή πουλάει δαντέλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • τραντές — ο, Ν είδος δαντέλας που παρεμβάλλεται στο ύφασμα ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. entre deux «λωρίδα κεντήματος ή δαντέλας»] …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • γκιπούρ — το 1. δαντέλα από κλωστή ή μετάξι, χωρίς φόντο, με μεγάλους πόντους 2. δικτυωτό ύφασμα, απομίμηση δαντέλας που χρησιμοποιείται για κουρτίνες και στορ 3. σχέδιο που θυμίζει τη δαντέλα γκιπούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guipure] …   Dictionary of Greek

  • δαντελωτός — ή, ό 1. όποιος είναι στολισμένος με δαντέλες ή όποιος μοιάζει με δαντέλα («δαντελωτό φόρεμα») 2. όποιος έχει περίγραμμα ίδιο με την οδοντωτή πλευρά τής δαντέλας, κυματοειδής («δαντελωτά ακρογιάλια») …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • καμαράκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυλισού. * * * το 1. (υποκορ. τού κάμαρα)… …   Dictionary of Greek

  • καραβολάκια — τα είδος ελληνικής δαντέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καράβολας] …   Dictionary of Greek

  • κοπανάκι — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 1.439 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αετού. * * * και κοπανέλλι, το 1. καθένα από τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”